-
1 συν-δέω
συν-δέω (s. δἐω), zusammenbinden, -fesseln; ὁππότε μιν ξυνδῆσαι Ὀλύμπιοι ἤϑελον ἄλλοι, Il. 1, 399; von einer Wunde, verbinden, αὐτὴν δὲ ξυνέδησε σφενδόνῃ, Il. 13, 599; Od. 10, 168; τοὺς ζῶντας αὖ δεσμοῖσι συνδήσας βοῶν, Soph. Ai. 62; Phil. 1004; Ggstz λύειν, Eur. I. A. 110; ἣ φίλους ἀεὶ φίλοις συνδεῖ, Phoen. 541; u. in Prosa: ξυνδεῖν καὶ ξυνέχειν οὐδὲν οἴονται, Plat. Phaed. 99 c; καὶ ξυμπλέκειν, Polit. 309 b; συνδήσας τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ, Euthyphr. 4 c; Folgde, wie Plut., oft.
-
2 συνδέω
A bind or tie together, of two or more things,συνέδησα πόδας δεινοῖο πελώρου Od.10.168
;σὺν δὲ πόδας χεῖράς τε δέον 22.189
;οἶνος σ. πόδας χεῖράς τε γλῶσσάν τε νόον τε Hes.Fr. 121
;τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας Pl.Euthphr.4c
; σ. γαύλους bind them together, side by side, Hdt.8.97, cf. Plb.1.22.9; δέλτον λύειν καὶ ς. fasten it up, E.IA 110; act as binding material,ὁ συνδέων πηλός CPR232.17
(ii/iii A.D.):— [voice] Pass., τὰς χεῖρας συνεδέθησαν had their hands tied together, Demad.13; ἰσχία μὴ συνδεδεμένα flanks not well-knit, of dogs, X.Cyn.4.1, cf. Arist.Pr. 873a33.2 of persons, bind hand and foot, , cf. Hdt.9.119, S.Aj.62, Ph. 1016, E.Cyc. 238, etc.; λαγὼς αὐτὸς σ. ἑαυτόν entangles itself, X Cyr. 1.6.40:—[voice] Pass., συνδεδεμένος constrained, cramped, Philostr.Im.2.21.3 bind up with, combine closely,σάρκας ὀστοῖς Pl.Ti. 84a
, cf. 73b, Smp. 202e, Tht. 160b; alsoτι ἀπό τινος Luc.Syr.D.29
; of parts growing together, Hp.Mul.1.40.4 generally, bind together, unite, [ἰσότης] φίλους φίλοις πόλεις τε πόλεσι συμμάχους τε συμμάχοις ς. E.Ph. 538;τὸ κοινὸν συνδεῖ τὰς πόλεις Pl.Lg. 875a
; ;σ. καὶ συνέχειν Id.Phd. 99c
; σ. τινὰ πενίᾳ bind him to.., Alciphr.3.49.II [voice] Med., σύνδησαι πέπλους gird up thy robes, E.Andr. 832 (lyr., Reiske for πέπλοις).
См. также в других словарях:
οπότε — (Α ὁπότε, επικ. τ. ὁππότε, ιων. τ. ὁκότε, δωρ. ποιητ. τ. ὁππόκα, κυρηναϊκός τ. ὁπόκα) (επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια στιγμή, όταν («ὁπότε μιν ξυνδῆσαι Ολύμπιοι ἤθελον ἄλλοι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. στην περίπτωση αυτή, και τότε («θα δεις πώς είναι… … Dictionary of Greek